Ρητορεία και ρητορική
O όρος ρητορική (ενν. τέχνη) (θηλ. γέν. του αρχαιοελληνικού επιθέτου ρητορικός, -ή, -όν < ουσ. ὁ ῥήτωρ) σημαίνει την «τέχνη του λόγου», δηλαδή τη μέθοδο και την τεχνική της σύνθεσης λόγων που έχουν τη δύναμη να πείσουν το κοινό. Η φράση ρητορική τέχνη απαντά για πρώτη φορά στον Γοργίατου Πλάτωνα (449c9). Μια τέχνη πρέπει βέβαια να μπορεί να διδαχθεί, νοείται, με άλλα λόγια, ως διδακτή, στην περίπτωση όμως της ρητορικής η συγκεκριμένη ιδιότητα αποτέλεσε κιόλας στην αρχαιότητα αντικείμενο σοβαρής αμφισβήτησης.
Συχνά ο όρος ρητορική συγχέεται με τον όρο ρητορεία. Οι διαφορές όμως είναι ευκρινείς: ο όρος ρητορεία σημαίνει καταρχήν τόσο στα αρχαία όσο και στα νέα ελληνικά την ευγλωττία του ρήτορα, την «έμφυτη ή επίκτητη ικανότητά του να διαμορφώνει τον προφορικό του λόγο με τρόπο ευχάριστο και πειστικό»,[3] ή δηλώνει (με ειρωνική διάθεση), στα νέα ελληνικά, τον στομφώδη τρόπο έκφρασης του ομιλητή/συγγραφέα (βλ. για παράδειγμα τη φράση «Άσε τις ρητορείες!», που σημαίνει: «Άσε τις μεγαλοστομίες!», «Άσε τις πομπώδεις και κούφιες νοήματος εκφράσεις!») - κιόλας εδώ διαφαίνεται μια από τις συνήθεις μομφές κατά της τέχνης του λόγου (ότι δηλαδή οδηγεί στην υπερβολική προσήλωση στη μορφή, στο ύφος του λόγου, και επιχειρεί με τεχνάσματα να κερδίσει τις εντυπώσεις του κοινού και να το προσεταιριστεί αποπροσανατολίζοντάς το). Επιπλέον, στο ειδικό πλαίσιο της γραμματολογίας, ο όρος σημαίνει περιεκτικά τους ρήτορες (τα ονόματα και όσα γνωρίζουμε για τον βίο και τη δράση τους) και τους σωζόμενους λόγους τους.
Ενώ λοιπόν ο όρος ρητορική αναφέρεται στην τέχνη, στο σύνολο δηλαδή των κανόνων και των αρχών που διέπουν τη σύνθεση του λόγου, ο όρος ρητορεία δηλώνει καταρχήν την ποικιλόμορφη εφαρμογή αυτής της τέχνης, τους λόγους των εκπροσώπων της, ενώ αναφέρεται και σε αυτούς τους ίδιους τους ρήτορες. Βεβαίως, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι η μετωνυμική χρήση επιτρέπει επί της ουσίας τη σύγχυση των δύο όρων: ο αφηρημένος όρος («ρητορική») χρησιμοποιείται με τη σημασία του αντίστοιχου συγκεκριμένου («ρητορεία»). Σε κάθε περίπτωση, θεωρία και πράξη αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος· η απόσπαση λοιπόν της μιας από την άλλη και η απομόνωσή τους, όπου αυτή είναι δυνατή, γίνεται επί της ουσίας μόνο για λόγους συστηματοποίησης και μεθόδου.[4]
Οι Ρωμαίοι, από τη μια άνθρωποι μεθοδικοί και πρακτικοί κι από την άλλη ιδιαίτερα καλοί μαθητές των Ελλήνων, διέκριναν τους ρητοροδιδάσκαλους από τους ρήτορες, τους καθαρούς ομιλητές: για τους πρώτους, τους dicendi magistri, επιφύλαξαν κατά κανόνα το όνομα rhetores (rhetor, από το αρχαιοελλ. ῥήτωρ- πιθανόν γιατί οι πρώτοι δάσκαλοι της ρητορικής στη Ρώμη, μέσα στον 2ο αι. π.Χ., ήταν Έλληνες),[5] ενώ τους δεύτερους τους ονόμασαν oratores (orator< λατ. ρ. orare: μιλώ, σύμφωνα με την αρχαία του σημασία).[6] Άλλωστε απόδοση της ελληνικής φράσης ῥητορικὴ (τέχνη) αποτελεί η λατινική ars rhetorica - η συνώνυμη φράση ars oratoria είναι ως προς τα συστατικά της αμιγώς λατινική. Σε αυτές τις ονομασίες παραπέμπουν αντίστοιχοι όροι διάφορων σύγχρονων ευρωπαϊκών γλωσσών (αγγλ. rhetoric, oratory, γαλλ. rhétorique, oratoire, γερμ. Rhetorik, ιταλ. retorica, oratoria).